Τι είναι τα επινεφρίδια;

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

Τα επινεφρίδια, είναι δύο μικροί ενδοκρινείς αδένες που εντοπίζονται ακριβώς πάνω από τους νεφρούς. Παρά το πολύ μικρό μέγεθός τους, παράγουν πολύ σημαντικές ορμόνες  που είναι απαραίτητες για τη ζωή, όπως η κορτιζόλη, η αλδοστερόνη, η αδρεναλίνη και ανδρογόνα.

Οι ορμόνες αυτές καθορίζουν την απάντηση του οργανισμού στο στρες, σωματικό από οποιαδήποτε ασθένεια ή ψυχολογικό, αλλά και ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, τον μεταβολισμό και πολλές άλλες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Ενδεικτικό της σημασίας που έχουν για την καλή λειτουργία του οργανισμού είναι ότι, αν για οποιονδήποτε λόγο, τα επινεφρίδια αφαιρεθούν και δεν γίνει φαρμακευτική αντικατάσταση των ορμονών υπάρχει κίνδυνος θανάτου. Το επινεφρίδιο, (adrenal gland), είναι ένα ενδοκρινικό όργανο που αποτελείται από ένα "μυελό", στο κεντρικό του τμήμα, που εκκρίνει αδρεναλίνη (συνώνυμη της επινεφρίνης) και νοραδρεναλίνη, (συνώνυμη της νορεπινεφρίνης), και ένα "φλοιό", στο εξωτερικό του τμήμα ή ζώνη, που εκκρίνει ορμόνες τις λεγόμενες ορμόνες φλοιού επινεφριδίων - αλδοστερόνη,  κορτιζόλη και  θειϊκή δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA).

Η δραστηριότητα του "μυελού" του επινεφριδίου ελέγχεται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ενώ εκείνη του "φλοιού" από τη κορτικοτρόπο ορμόνη(ACTH) ή φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση

Κάθε αδένας φυσιολογικά ζυγίζει περίπου 7-8 γραμμάρια, έχει πολλά αγγεία να καταλήγουν σε αυτόν και αποτελείται από φλοιώδη μοίρα, εξωτερικά, και μυελώδη μοίρα, εσωτερικά. Και οι δύο περιοχές έχουν πλούσια αιμάτωση από ένα, ακτινωτά προσανατολισμένο πλέγμα αγγείων. Το αίμα παροχετεύεται από το φλοιό στο μυελό, κάτι που εξασφαλίζει στο μυελό μεγάλη ποσότητα κορτιζόλης, η οποία διεγείρει το ένζυμο που μετατρέπει αρχικά τη νοραδρεναλίνη 

Τόσο η αποτυχία παραγωγής των επινεφριδιακών ορμονών και όσο και η υπερπαραγωγή τους μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές νόσους, οι οποίες περιγράφονται παρακάτω.

Ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων 

Η οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια είναι μια επείγουσα ενδοκρινολογική κατάσταση απειλητική για τη ζωή, που απαιτεί άμεση διάγνωση και θεραπεία. 

Η νόσος του Addison περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1855 και έχει επίπτωση 35 - 120 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Υπάρχει όμως αυξανόμενη αναγνώριση περιπτώσεων μερικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας, οι οποίες μπορούν επίσης να παρουσιαστούν κλινικά ως οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια όταν επισυμβεί σοβαρή γενικευμένη νόσος (π.χ. σηψαιμία), HIV λοίμωξη ή καταστολή από θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή.

Άξονας υποθαλάμου - υπόφυσης - επινεφριδίων (ΥΥΕ) 

Ο άξονας ΥΥΕ αντιπροσωπεύει την αδιάρρηκτη λειτουργική σχέση μεταξύ του υποθαλάμου, του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης και του φλοιού των επινεφριδίων, η οποία χαρακτηρίζεται τόσο από διαδοχική ενεργοποίηση, κάθετα, κατά μήκος του άξονα, όσο και από οδούς παλίνδρομης ρύθμισης, που διασφαλίζουν τη φυσιολογική απάντηση ανάλογα με το ερέθισμα Ενδεχόμενη δυσλειτουργία σε οποιοδήποτε από τα επίπεδα του άξονα μπορεί να οδηγήσει είτε σε υπερβολική είτε σε ανεπαρκή ενεργοποίηση, με αποτέλεσμα παθολογικές καταστάσεις που σχετίζονται άμεσα με την υποκείμενη διαταραχή της έκκρισης των αντίστοιχων ορμονών.

Επινεφριδιακή ανεπάρκεια 

Η επινεφριδιακή ανεπάρκεια, κατά κύριο λόγο, οφείλεται στην ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων. Επιπλέον, η λειτουργική ακεραιότητα του καρδιαγγειακού συστήματος εξαρτάται από μια περίπλοκη συνέργεια μεταξύ των ορμονών του φλοιού των επινεφριδίων και των κατεχολαμινών, που από κοινού ρυθμίζουν την ομοιοστασία των υγρών του σώματος και τον αγγειακό τόνο. Κατά συνέπεια, το κυκλοφορικό shock είναι το κυρίαρχο στοιχείο της οξείας επινεφριδιακής ανεπάρκειας και οφείλεται αφενός σε υπογκαιμία και απώλεια νατρίου από την ανεπάρκεια των αλατοκορτικοειδών και αφετέρου στην κατακρήμνιση των περιφερικών αντιστάσεων (vascular collapse) από την ανεπάρκεια των γλυκοκορτικοειδών. Οξέα επισυμβαίνοντα αίτια, όπως η σηψαιμία, η αιμορραγία και η καρδιακή δυσλειτουργία, πολύ συχνά συμβάλλουν στο αιμοδυναμικό stress και διευκολύνουν την εγκατάσταση του shock.

Αίτια επινεφριδιακής ανεπάρκειας 

Τα αίτια της επινεφριδιακής ανεπάρκειας είναι πολλά και ποικίλα, όπως είναι και οι κλινικές εκδηλώσεις της νόσου. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η επιεφριδιακή ανεπάρκεια μπορεί επίσης να προκύψει ως αποτέλεσμα μιας δυσλειτουργίας της υπόφυσης ή του υποθαλάμου. Τότε ονομάζεται δευτεροπαθής ή μια τριτοπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, μόνο η έλλειψη κορτιζόλης είναι παρούσα. Η απελευθέρωση της αλδοστερόνης πραγματοποιείται σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από αυτήν.

 Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες. 
Λοιμώξεις όπως η φυματίωση και η συστηματική μυκητίαση μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε βλάβη στα επινεφρίδια. 
Μια άλλη αιτία είναι η μακροχρόνια λήψη σκευασμάτων κορτιζόλης, που προκαλεί την καταστολή παραγωγής της ορμόνης ACTH (αδρενοκορτικοτρόπος) από την υπόφυση, οδηγώντας σε ατροφία των επινεφριδίων.

Πρωτοπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια (χαμηλή κορτιζόλη με υψηλή ACTH)

Συμπτώματα ανεπάρκειας φλοιού των επινεφριδίων / νόσου του Addison

Τα τυπικά συμπτώματα της νόσου του Addison εμφανίζονται μόνο όταν έχει καταστραφεί ήδη το 90% του φλοιού των επινεφριδίων. 

Κοινά συμπτώματα: 

  • ναυτία, δυσφορία στην γαστρεντερική περιοχή 
  • μελάγχρωση του δέρματος
  • ανορεξία, απώλεια βάρους 
  • κόπωση

Η έλλειψη αλδοστερόνης οδηγεί σε : 

  • απώλεια υγρών (κίνδυνος οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) 
  • μειωμένα επίπεδα νατρίου στο αίμα 
  • αυξημένα επίπεδα καλίου στο αίμα (καρδιακές αρρυθμίες) 
  • χαμηλή αρτηριακή πίεση (συστολική συνήθως <100mmHg) 
  • ζάλη

Η έλλειψη κορτιζόλης οδηγεί σε: 

  • υπογλυκαιμία (άγχος, εφίδρωση, αίσθημα παλμών) 
  • ψυχικές διαταραχές μελάγχρωση του δέρματος

Η μελάχρωση του δέρματος και των βλεννογόνων είναι το παθογνωμονικό σημείο της πρωτοπαθούς ανεπάρκειας.

Είναι ιδιαίτερα έκδηλη σε περιοχές που εκτίθενται σε τριβή (αγκώνες, κόμποι χεριών) ή σε ηλιακό φως (πρόσωπο, αυχένας), σε περιοχές που είναι φυσιολογικά σκουρόχρωμες (θηλές, μασχάλες), σε πτυχές του δέρματος και στον στοματικό βλεννογόνο.

Η αυτοάνοση καταστροφή των επινεφριδίων ευθύνεται για το 70% - 90% των περιπτώσεων πρωτοπαθούς επινεφριδιακής ανεπάρκειας και συχνά (50%) συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως λεύκη, θυρεοειδίτιδα Hashimoto, νόσο Graves και μεγαλοβλαστική αναιμία. Τα επινεφρίδια είναι επίσης πολύ ευπαθή σε αγγειακές βλάβες, διότι δεν λαμβάνουν απευθείας αρτηριακή παροχή. Η αιμάτωσή τους προέρχεται από ένα υποκαψικό πλέγμα αρτηριολίων, που τα καθιστά επιρρεπή σε έμφρακτα και νεκρώσεις όταν πέφτει η αρτηριακή πίεση και σε αιμορραγίες όταν αυξηθεί και πάλι η πίεση. Η χρήση αντιπηκτικών, η θρομβοκυττοπενία και η σηψαιμία είναι οι τρεις κυριότεροι παράγοντες που σχετίζονται με αιμορραγία στα επινεφρίδια. Η σηψαιμία μπορεί να προκαλέσει και έμφρακτα, όπως κλασικά έχει περιγραφεί στη μηνιγγοκοκκαιμία, αλλά και από άλλα παθογόνα μικρόβια που προσβάλλουν τους ασθενείς ενδονοσοκομειακά, όπως Pseudomonas aeruginosa, Escherichia coli και Staphylococcus aureus. Κακοήθη νεοπλάσματα και λεμφώματα μπορούν επίσης να προκαλέσουν επινεφριδιακή ανεπάρκεια, διηθώντας και προκαλώντας έμφρακτα. Οι ασθενείς που πάσχουν από AIDS είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς καθότι παθαίνουν συχνές ευκαιριακές λοιμώξεις, ενώ μπορεί να λαμβάνουν φάρμακα που παρεμποδίζουν τη σύνθεση (κετοκοναζόλη) ή αυξάνουν τον ηπατικό καταβολισμό (αναστολείς των πρωτεασών) των γλυκοκορτικοειδών. 
Στα παιδιά πρέπει να σκεφτόμαστε και τις συγγενείς μορφές επινεφριδιακής ανεπάρκειας, όπως είναι η συγγενής αντίσταση στην ACTH, η οποία προκαλεί μεμονωμένη γλυκοκορτικοειδική ανεπάρκεια, και τα διάφορα σύνδρομα συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων, που οφείλονται σε συγγενή έλλειψη των ενζύμων της στεροειδογένεσης.

Δευτεροπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια (χαμηλή κορτιζόλη με χαμηλή ACTH) 

Δευτεροπαθής ανεπάρκεια των επινεφριδίων προκαλείται από βλάβες στο επίπεδο υποθαλάμου - υπόφυσης ή μετά καταστολή του ΥΥΕ άξονα από χρόνια εξωγενή χορήγηση γλυκοκορτικοειδών ή από χειρουργική θεραπεία ενδογενούς υπερκορτιζολισμού. Συγκεκριμένα αίτια υποθαλαμικής - υποφυσιακής βλάβης πρέπει να αναζητηθούν, όπως μακροαδενώματα, κρανιοφαρυγγιώματα, φλεγμονώδης διήθηση κ.λπ., καθώς και συμπτώματα άλλων υποφυσιακών ορμονικών ανεπαρκειών (π.χ. υπογοναδισμός, υποθυρεοειδισμός) και σημεία τοπικής πίεσης (π.χ. διαταραχές οπτικών πεδίων, παράλυση κρανιακών νεύρων).

Ασθενείς σε μακροχρόνια θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή είναι σε κίνδυνο για οξεία επινεφριδιακή κρίση, λόγω της προκαλούμενης ατροφίας των επινεφριδίων από την καταστολή της ACTH. Γενικώς οι ασθενείς που έχουν λάβει συστηματικά μεγάλες δόσεις γλυκοκορτικοειδών (π.χ. πρεδνιζολόνης) για πάνω από 3 εβδομάδες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επινεφριδιακής κρίσης κατά την απόσυρσή τους.

Διάγνωση επινεφριδιακής ανεπάρκειας 

Η οξεία επινεφριδιακή κρίση είναι μια επείγουσα ενδοκρινολογική κατάσταση. Η βαρύτητα και η οξύτητα των συμπτωμάτων ποικίλλουν ανάλογα με το αν η διαταραχή είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής και από το παθολογικό αίτιο που την προκαλεί . Λεπτομερές ιστορικό, κλινική εξέταση και εργαστηριακός έλεγχος επιβάλλονται όταν οι ασθενείς παρουσιάζονται με χρόνια ή υποξέα συμπτώματα, αλλά αυτό δεν είναι συνήθως δυνατό στον οξέως και βαρέως πάσχοντα ασθενή, στον οποίο κυριαρχούν τα στοιχεία της κυκλοφορικής καταπληξίας. Στον ασθενή αυτόν πρέπει η διάγνωση να βασιστεί στην κλινική υποψία και η θεραπεία με υδροκορτιζόνη να αρχίσει αμέσως, χωρίς την αναμονή των εργαστηριακών εξετάσεων. Αίμα για εξετάσεις (κορτιζόλη και ACTH, βιοχημικός έλεγχος) μπορεί να ληφθεί πριν από την έναρξη της θεραπείας.

Άλλες βιοχημικές εξετάσεις σε μια τυπική περίπτωση δείχνουν υπονατριαιμία, υπερκαλιαιμία (όχι στη δευτεροπαθή ανεπάρκεια, όπου ο άξονας ρενίνης - αγγειοτενσίνης παραμένει λειτουργικός), υπερχλωραιμική οξέωση και αυξημένη ουρία και κρεατινίνη. Αναιμία και ηωσινοφιλία μπορεί να συνυπάρχουν, και πιο σπάνια και υπερασβεστιαιμία. Η τυπική όμως αυτή βιοχημική εικόνα δεν ανευρίσκεται πάντα, και κυρίως σε επινεφριδιακή ανεπάρκεια οξείας έναρξης (π.χ. επινεφριδιακή αιμορραγία). Περαιτέρω διαγνωστικός έλεγχος μπορεί να γίνει μετά τη σταθεροποίηση και ανάρρωση του ασθενούς.

Προσοχή χρειάζεται για την ερμηνεία των μετρήσεων κορτιζόλης στο αίμα σε ασθενείς που λαμβάνουν γλυκοκορτικοειδή. 

Αντιμετώπιση 

Κατά την έναρξη της θεραπείας πρωτεύουσας σημασίας είναι η ενημέρωση του ασθενή σχετικά με τους κινδύνους της ασθένειας του. Οι ασθενείς πρέπει να φέρουν πάντα, μια ταυτότητα ή κρεμαστή πλακέτα στο λαιμό στην οποία να αναγράφεται η ασθένεια και η θεραπευτική αγωγή τους.

Η θεραπεία της νόσου του Addison αποτελείται από την αντικατάσταση της κοαρτιζόλης που λείπει με τη χρήση δισκίων υδροκορτιζόνης, που συνήθως λαμβάνονται δύο έως τρεις φορές την ημέρα και την αντικατάσταση της αλδοστερόνης με τη χρήση fludrocortisone -συνήθως λαμβάνεται μία φορά την ημέρα. Η ακριβής φαρμακευτική αγωγή ποικίλει ανάλογα με το άτομο και πρέπει να επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον ενδοκρινολόγο.

Ο ασθενής σε επείγουσες στρεσογόνες καταστάσεις(ψυχικό έντονο στρες η’ σωματικό στρες πχ εμπύρετο) πρέπει να αυξάνει τις δόσεις της κορτιζόνης ως εξής: 
1. Σε ήπιο stress (πυρετός πάνω από 38οC, έμετοι, μικρές επεμβάσεις) συνιστάται διπλασιασμός της δόσης του γλυκοκορτικοειδούς για 2 - 3 μέρες. 
2. Προγεμισμένες σύριγγες με υδροκορτιζόνη 100 mg ή δεξαμεθαζόνη 4 mg πρέπει να φυλάσσονται στο σπίτι για χορήγηση όταν αδυνατεί να λάβει από το στόμα ή σε μεγάλα ατυχήματα. 
3. Επείγουσα μεταφορά στο νοσοκομείο αν οι έμετοι συνεχίσουν ή αν η γενική κατάσταση δεν βελτιωθεί σύντομα και σημαντικά με τη λήψη της αυξημένης δόσης υποκατάστασης. 
4. Σε μείζον stress (σοβαρό τραύμα, μεγάλες επεμβάσεις) συνιστάται δεκαπλασιασμός της δόσης του γλυκοκορτικοειδούς για 2 - 3 μέρες, που φυσικά γίνεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον.

Bιβλιογραφία 
- Bouachour G, Tirot P, Varache N, et al. Hemodynamic changes in acute adrenal insufficiency. Intensive Care Med 1994; 20:138. 
- Cooper MS, Stewart PM. Corticosteroid insufficiency in acutely ill patients. N Engl J Med 2003; 348:727. 
- Greenfield JR, Samaras K. Evaluation of pituitary function in the fatigued patient: a review of 59 cases. Eur J Endocrinol 2006; 154:147. 
- Klose M, Lange M, Rasmussen AK, et al. Factors Influencing the Adrenocorticotropin Test: Role of Contemporary Cortisol Assays, Body Composition, and Oral Contraceptive Agents. J Clin Endocrinol Metab 2007; 92:1.326. 
- Kyrou J, Tsigos C. Hypothalamic-Pituitary-Adrenal Axis. In: van Heerden J, Linos D (eds). "Adrenal Surgery", Springer᾽s Verlag, 2004; pp.19 - 32. 
- Lukert BP. Editorial: glucocorticoid replacement - how much is enough? J Clin Endocrinol Metab 2006; 91:793. 
- Nieman LK. Dynamic evaluation of adrenal hypofunction. J Endocrinol Invest 2003; 26:74 - 82. 
- Richter B, Neises G, Clar C. Glucocorticoid withdrawal schemes in chronic medical disorders. A systematic review. Endocrinol Metab Clin North Am 2002; 31:751. 
- Tsigos C, Chrousos GP. Hypothalamic-pituitary-adrenal axis, neuroendocrine factors and stress. J Psychosom Res. 2002; 53:865. 
- Tsigos C, Kamilaris T, Chrousos GP. Adrenal Diseases. In: Moore WT, Eastman RC (eds), Diagnostic Endocrinology, 2nd edition. BC Decker Inc., Philadelphia 1996; pp.123. 
- Tsigos C, Arai K, Hung W, Chrousos GP. Hereditary isolated glucocorticoid deficiency is associated with abnormalities of the adrenocorticotropin receptor gene. J Clin Invest 1993; 92:2.458. 
- Tsigos C. Familial Adrenal Hypoplasia Syndromes. In: DeGroot L (ed), www.ENDOTEXT.org, Section "Adrenal Glands and Function", Chapter 15, 2003. 
- Tsigos C, Kyrou J, Chrousos GP. Stress, Endocrine Physiology and Pathophysiology. In: DeGroot L (ed), www.ENDOTEXT.org, Section "Adrenal Glands and Function", Chapter 8, 2004. 
- Yang S, Zhang L. Glucocorticoids and vascular reactivity. Curr Vasc Pharmacol 2004; 2:1 - 12. 
- Zuckerma-Levin N, Tiosano D, Heisenhoffer G, et al. The Importance of Adrenocortical Glucocorticoids for Adrenomedullary and Physiological Response to Stress: A Study in Isolated Glucocorticoid Deficiency. J Clin Endocrinol Metab 2001; 86:5.920.

 Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός(σύνδρομο του Conn)

Η αλδοστερόνη είναι μια ορμόνη των επινεφριδίων η οποία είναι υπεύθυνη για την κατακράτηση άλατος και αποβολή καλίου από τον οργανισμό. Ο υπεραλδοστερονισμός είναι η πάθηση που προκαλεί περίσσεια άλατος, άρα υπέρταση και ταυτόχρονα υποκαλιαιμία.

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός προκαλείται από την υπερλειτουργία είτε του ενός επινεφριδίου (ετερόπλευρη νόσος) ήκαι των δύο (αμφοτερόπλευρη νόσος). Στην ετερόπλευρη νόσοη αιτία είναι συνήθως ένα αδένωμα του επινεφριδίου (καλόηθες) και λιγότερο συχνά καρκίνος ή υπερπλασία του αδένα. Στηναμφοτερόπλευρη νόσο και τα δύο επινεφρίδια είναι υπερπλαστικά (υπερλειτουργούν). Τέλος υπάρχουν και σπάνια γενετικά σύνδρομα οικογενούς υπεραλδοστερονισμού Ι & ΙΙ τα οποία προκαλούν υπερλειτουργία και των δύο επινεφριδίων.

Τα βασικά συμπτώματα του συνδρόμου Conn είναι:

  • Μη ρυθμιζόμενη υπέρταση (παρά τρία ή περισσότερα αντιϋπερτασικά φάρμακα) 
    Πτώση των επιπέδων του καλίου στο αίμα Επίσης εκτός από την υποκαλιαιμία, ο υπεραλδοστερονισμός αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας, εγκεφαλικού επεισοδίου, νεφρικής ανεπάρκειας και πρόωρου θανάτου.

Υπεραλδοστερονισμός – Θεραπεία 

Η αντιμετώπιση του υπεραλδοστερονισμού εξαρτάται από το αίτιο που τον προκαλεί. Ο ενδοκρινολόγος ανάλογα με τα διαγνωστικά αποτελέσματα θα χορηγήσει και την κατάλληλη θεραπεία. 

Φαιοχρωμοκύττωμα

Το φαιοχρωμοκύττωμα είναι ένας σπάνιος όγκος των επινεφριδίων (ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται πάνω από τους νεφρούς), που εκκρίνει περιστασιακά κατεχολαμίνες (αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη και σπάνια ντοπαμίνη) και προκαλεί συνήθως επεισοδιακή υπέρταση και καρδιακές αρρυθμίες. Όταν εντοπίζεται εκτός των επινεφριδίων (10%), ονομάζεται παραγαγγλίωμα. Λόγω της ποικιλίας των κλινικών εκδηλώσεών του και των νοσολογικών καταστάσεων τις οποίες υποδύεται, ονομάζεται «ο μεγάλος μίμος» και πολλές φορές παραπλανά και διαφεύγει της διάγνωσης ακόμη και σήμερα. Αφορά εξίσου και τα δύο φύλα, καθώς και όλες τις ηλικίες, αλλά εμφανίζεται συχνότερα μεταξύ της τρίτης και τέταρτης δεκαετίας της ζωής. Για το φαιοχρωμοκύττωμα ισχύει ο «κανόνας του 10%», δηλ. 10% είναι έκτοπα (βρίσκονται εκτός επινεφριδίων), 10% είναι αμφοτερόπλευρα, 10% είναι κακοήθη, 10% είναι οικογενή (κληρονομούνται) και 10% εμφανίζονται χωρίς υπέρταση.

Συχνότητα 

Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνιο όγκο (0,1-0,2% των υπερτασικών ασθενών ή λιγότερες από μία νέες περιπτώσεις ανά 10.000 υπερτασικούς ανά έτος) και πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος από 3 εκ. Σε νεκροτομικές όμως μελέτες ανακαλύπτονται πιο συχνά (3 ανά 1000 κατοίκους), γεγονός που μας δείχνει ότι πάρα πολλά φαιοχρωμοκυττώματα δε διαγνώσκονται ή δεν είναι ορμονοεκκριτικά. Ωστόσο, επειδή αν δε διαγνωστεί μπορεί να προκαλέσει μέχρι και θάνατο, είναι σκόπιμο ακόμα και σε υπόνοια να γίνεται ο κατάλληλος έλεγχος. Η έγκαιρη διάγνωση του φαιοχρωμοκυττώματος είναι σημαντική, διότι με τη χειρουργική εξαίρεση του όγκου ιάται η αρτηριακή υπέρταση. Υποψία φαιοχρωμοκυττώματος τίθεται σε κάθε περίπτωση παροξυσμικής ή εμμένουσας αρτηριακής υπέρτασης που δεν ανταποκρίνεται στα συνήθη αντιυπερτασικά σχήματα και αφορά νέα σε ηλικία άτομα. 

Τα κλασικά συμπτώματα του φαιοχρωμοκυττώματος περιλαμβάνουν διαλείποντα επεισόδια διάρκειας από λίγα λεπτά μέχρι αρκετές ώρες, που χαρακτηρίζονται από: υπέρταση (95%), ισχυρή κεφαλαλγία (90%), αίσθημα παλμών (85%) και εφιδρώσεις (60%). Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να είναι μόνιμη ή παροξυσμική. Σε ποσοστό περίπου 60% των ασθενών είναι μόνιμη και σταθερή, με διαστήματα όμως παροξυσμών, ενώ στο υπόλοιπο 40% παρατηρείται παροξυσμική υπέρταση με διαστήματα φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και φαιοχρωμοκυττώματα ή παραγαγγλιώματα που δε συνοδεύονται από υπέρταση ή και άλλα που προκαλούν υπόταση. 
Τα επεισόδια που προκαλούν τα φαιοχρωμοκυττώματα, πλην των προαναφερόμενων, συχνά συνοδεύονται από ποικιλία άλλων συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία, ορθοστατική υπόταση, ωχρότητα ή σπανιότερα ερυθρότητα προσώπου, εξάψεις, ναυτία, έμετο, τρόμο, ανησυχία, νευρικότητα και εύκολη κόπωση. 
Τα επεισόδια μπορεί να εμφανίζονται τυχαία ή μετά από άσκηση, ούρηση, λήψη ορισμένων φαρμάκων, αφόδευση ή σε περιόδους συναισθηματικών διακυμάνσεων-άγχους. Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν 3-4 επεισόδια το μήνα με αιφνίδια έναρξη, διάρκειας 15-20 λεπτών, με βαθμιαία υποχώρηση των συμπτωμάτων.

Το φαιοχρωμοκύττωμα, από την άλλη, μπορεί να παραμείνει εξ ολοκλήρου, χωρίς κλινικά σημεία για χρόνια. 
Γι αυτό και ένα φαιοχρωμοκύττωμα πρέπει να αποκλειστεί πάντοτε όταν ανακαλυφθεί μια τυχαία μάζα των επινεφριδίων.

Σύνδρομο Cushing 

Ο όρος σύνδρομο Cushing (Cushing’s syndrome) αναφέρεται στις διαταραχές που προκαλούνται όταν η κορτιζόλη, η ορμόνη του στρες, παράγεται σε υπερβολολική ποσότητα (δηλαδή είναι είναι το αντίθετο της νόσου Addison).  Η πιο συχνή αιτία του συνδρόμου Cushing είναι η μακροχρόνια θεραπεία με γλυκοκορτικοστεροειδή. Ο όρος “νόσος Cushing” χρησιμοποιείται για να περιγράψει ασθενείς στους οποίους το σύνδρομο προέρχεται από υπερβολική παραγωγή ACTH (Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος Ορμόνη) από την υπόφυση. Aυτό αποτελεί την πιο συχνή αιτία του αυτογενούς συνδρόμου Cushing (60%). Άλλες αιτίες αποτελούν η έκτοπη παραγωγή ACTH (15%), τα επινεφριδικά αδενώματα (15%) και τα καρκινώματα (10%). Η νόσος Cushing συνήθως προκαλείται από ένα βασεόφιλο μικροαδένωμα (90%) και εκδηλώνεται πιο συχνά στις γυναίκες με αναλογία γυναίκες: άνδρες περίπου 10:1.

Τα κλινικά γνωρίσματα του συνδρόμου που έχουν τη μεγαλύτερη διακριτική σημασία περιλαμβάνουν τη λέπτυνση του δέρματος, τις εύκολες εκχυμώσεις και τις έντονα ερυθρές ραβδώσεις, την αδυναμία των κεντρικώνν μυών καθώς και τη μυοπάθεια, την υπεραιμία του προσώπου, το δασυτριχισμό, την ακμή και την απώλεια του τριχωτού της κεφαλής (τριχόπτωση). Η αύξηση του βάρους και η παχυσαρκία είναι τα πιο συχνά εμφανιζόμενα χαρακτηριστικά. Η κατανομή του λίπους είναι κεντρική, περιλαμβάνουσα τον κορμό και την κοιλία. Αυτό, μαζί με την κύφωση που συχνά προκαλείται από οστεοπόρωση, καταλήγει σε “ύβο βουβάλου” (“bufallo hump”) με πανσεληνοειδές προσωπείο (“moon face”) και σχετικά λεπτά άκρα.

Μπορεί να προκύψει μελάγχρωση, αλλά αυτό είναι πιο συχνό στην έκτοπη παραγωγή ACTH (για παράδειγμα από ένα κακοήθη βρογχογενή καρκίνο) ή στο σύνδρομο Nelson, όπου τα επίπεδα ACTH είναι πολύ υψηλά. Το σύνδρομο Nelson μπορεί να έπεται της αμφοτερόπλευρης επινεφριδιεκτομής για σύνδρομο Cushing όταν συνεχίζει η υπερβολική παραγωγή ACTH. Μπορεί να εκδηλωθεί διεύρυνση του υποφυσιακού βόθρου. Η μελάγχρωση είναι πιο έντονη στις περιοχές που εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία και στην τριβή, καθώς και στις ουλές. Είναι επίσης συχνά τα ψυχιατρικά συμπτώματα, η υπέρταση, η δυσανεξία στη γλυκόζη, ο διαβήτης και η δυσλειτουργία των γονάδων (ολιγομηνόρροια και ανικανότητα).

Το σύνδρομο Cushing χαρακτηρίζεται από αυξημένη αγγειακή ευθραυστότητα: εμφανίζονται συχνότερα μώλωπες (μελανιές) και παρατηρείται φτωχότερη επούλωση των τραυμάτων. Υπερτρίχωση (αυξημένη τριχοφυία) εμφανίζεται στο 80% των γυναικών με νόσο Cushing και οφείλεται στην υπερέκκριση των επινεφριδιακών ανδρογόνων. Η υπέρταση (αυξημένη αρτηριακή πίεση) αποτελεί επίσης κλασικό χαρακτηριστικό του συνδρόμου Cushing. 
H αμηνόρροια και άλλες διαταραχές περιόδου εμφανίζονται στο 75% των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών και συνοδεύονται συνήθως από υπογονιμότητα ενώ η ελάττωση της ερωτικής επιθυμίας είναι συχνή στους άνδρες. 
Η πλειοψηφία των ασθενών με σύνδρομο Cushing εμφανίζει ψυχολογικές διαταραχές: συναισθηματική αστάθεια, ευερεθιστότητα, καταθλιπτικές τάσεις,

Η υπερκορτιζολαιμία μπορεί να έχει επίσης σοβαρές μεταβολικές συνέπειες όπως είναι εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη. Συχνότερη είναι η μεταγευματική υπεργλυκαιμία ενώ υπεργλυκαιμία (αυξημένη γλυκόζη) νηστείας εμφανίζεται μόνο στο 10 – 15% των ασθενών.

Σύνδρομο Cushing – Θεραπεία 

Η θεραπεία εκλογής για τη θεραπεία ενός όγκου της υπόφυσης που εκκρίνει ACTH και προκαλεί το σύνδρομο Cushing είναι η χειρουργική αφαίρεση του όγκου που πραγματοποείται από νευροχειρουργό. 
Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν επίσης μεταξύ άλλων τη φαρμακοθεραπεία, την ακτινοθεραπεία και την αμφοτερόπλευρη επινεφριδεκτομή.


Τι είναι τα αδενώματα των επινεφριδίων και πώς εντοπίζονται; 
Τα επινεφρίδια εμφανίζουν πολύ συχνά μικρούς ή μεγαλύτερους όγκους, τα αδενώματα. Τα αδενώματα των επινεφριδίων συνήθως ανευρίσκονται τυχαία, εάν για άσχετο λόγο πραγματοποιηθεί αξονική ή μαγνητική τομογραφία της κοιλιάς, γι’ αυτό και στην ενδοκρινολογική ορολογία αναφέρονται και ως «τυχαιώματα». Μελέτες έχουν δείξει ότι έως και 1 στους 10 ανθρώπους εμφανίζει αδενώματα επινεφριδίων κατά τη διάρκεια της ζωής του, αν και οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν. Εκτός από την τυχαία ακτινολογική απεικόνιση της κοιλιάς, η διάγνωση των αδενωμάτων γίνεται εάν αυτά προκαλέσουν συμπτώματα επειδή υπερπαράγουν κάποια από τις ορμόνες των επινεφριδίων. Επειδή όμως τα συμπτώματα αυτά είναι πολύ συχνά στον γενικό πληθυσμό, χρειάζεται προσεκτική ενδοκρινολογική εκτίμηση με ιστορικό, κλινική εξέταση και ειδικές ορμονολογικές εξετάσεις, πριν γίνει σύσταση για ακτινολογική απεικόνιση και βρεθούν τα αδενώματα. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι οι όγκοι των επινεφριδίων μπορεί να αποδειχθούν καρκίνοι πολύ σπάνια, αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ επιθετικοί. 

Ποια είναι τα συμπτώματα που μπορεί να οδηγήσουν στη διάγνωση; 
Αρκετοί ασθενείς με αδενώματα δεν έχουν συμπτώματα. Τα τελευταία όμως χρόνια έχει βρεθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών εμφανίζουν συμπτώματα, ελαφριά ή βαρύτερα,  ανάλογα με την ορμόνη που υπερπαράγεται. Τα αδενώματα των επινεφριδίων μπορούν να προκαλέσουν: 
• Σύνδρομο Cushing, με χαρακτηριστική εικόνα σαν αυτήν που έχουν όσοι παίρνουν μεγάλες δόσεις κορτιζόνης, με αύξηση βάρους και κυρίως κεντρική συσσώρευση λίπους, μυϊκή αδυναμία, εύκολες αιμορραγίες ή μελανιές, δυσκολία στο ανέβασμα σκάλας, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, οστεοπόρωση, αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων και θρόμβωσης. 
• Υπέρταση, είτε σταθερή και μη ανταποκρινόμενη εύκολα στα φάρμακα, είτε με τη μορφή υπερτασικών επεισοδίων που συνοδεύονται από ταχυκαρδία, ιδρώτα και πονοκεφάλους. Πλέον είναι γνωστό ότι ένα σημαντικό ποσοστό υπέρτασης, σε πάνω από 1 στους 10 ασθενείς, και ειδικά σε νεότερους ασθενείς, οφείλεται σε ορμόνες των επινεφριδίων. 
• Ανάπτυξη υπερτρίχωσης στις γυναίκες, ακμή και άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με αυξημένη παραγωγή ανδρογόνων. 
Έχει βρεθεί ότι συχνά τα αδενώματα των επινεφριδίων μπορούν να υπερπαράγουν ορμόνες αλλά όχι σε πολύ μεγάλες ποσότητες, και έτσι τα παραπάνω συμπτώματα να είναι πιο ελαφριά. 
  
Τι τεστ πρέπει να γίνουν; 
Ανάλογα με τα συμπτώματα και το ιστορικό που θα ληφθεί από τον ενδοκρινολόγο, τα πιθανά τεστ περιλαμβάνουν κάποιες αρχικές ορμονικές εξετάσεις αίματος και ούρων και εάν αυτές είναι παθολογικές, μπορεί να ακολουθήσουν πιο σύνθετες ενδοκρινολογικές δοκιμασίες που μπορεί να χρειαστούν νοσηλεία. Πρέπει να τονιστεί ότι απεικόνιση των επινεφριδίων με αξονική τομογραφία πρέπει να γίνεται μόνο εάν υπάρχει σαφής ένδειξη ορμονικής πάθησης, κλινική και εργαστηριακή, και όχι ως αρχικό μέσο διάγνωσης. 
  
Ποια είναι η θεραπεία των αδενωμάτων των επινεφριδίων; 
Εάν αποδειχθεί πως ένα αδένωμα υπερπαράγει κάποια ορμόνη, η πιο συνηθισμένη θεραπεία είναι η λαπαροσκοπική χειρουργική αφαίρεση του αντίστοιχου επινεφριδίου, που συνήθως συνοδεύεται από άμεση βελτίωση των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί φαρμακευτική θεραπεία πριν το χειρουργείο ή αν ο ασθενής για κάποιο λόγο δεν μπορεί να χειρουργηθεί. 
  
Ποια είναι η πρόγνωση; 
Σε περίπτωση που το αδένωμα είναι καλόηθες, δεν παράγει ορμόνες και δεν προκαλεί συμπτώματα, το μόνο που χρειάζεται είναι παρακολούθηση των διαστάσεων και της ακτινολογικής μορφολογίας του, συνήθως ανά έτος. Όταν η αντιμετώπιση των αδενωμάτων που παράγουν ορμόνες και προκαλούν συμπτώματα είναι έγκαιρη, η πρόγνωση είναι πολύ καλή. Χρειάζεται όμως έγκαιρη διερεύνηση των αδενωμάτων από έμπειρο Ενδοκρινολόγο, ώστε να αποκλειστεί η κακοήθεια, που δεν έχει καλή πρόγνωση, και να αντιμετωπιστεί κατάλληλα ένα καλόηθες αδένωμα που προκαλεί συμπτώματα.