ΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Ο εγκέφαλος εργάζεται διαρκώς για την παραγωγή ικανοποιητικών ποσοτήτων νευροδιαβιβαστών, ώστε τα επίπεδά τους να είναι σε ισορροπία. Αυτό γίνεται με το να αυξάνει ή να μειώνει την ποσότητα των μηνυμάτων που μεταφέρονται μεταξύ των νευρώνων και ρυθμίζοντας την ποσότητα των νευροδιαβιβαστών που εισέρχονται στον εγκέφαλο και τον αριθμό των μηνυμάτων που μεταδίδονται μέσω της «ενεργοποίησης» και της «καταστολής» των υποδοχέων.

Τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών επηρεάζουν άμεσα την ψυχολογία μας. Όταν οι βασικοί νευροδιαβιβαστές είναι σε επάρκεια, η διάθεση και η συναισθηματική μας κατάσταση βρίσκονται ισορροπία.

 Αν όμως για κάποιον λόγο διαταραχθεί η ισορροπία τους υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να οδηγηθούμε είτε σε υπερβολική λήψη τροφής (κυρίως γλυκά και αμυλούχες τροφές) είτε σε εθελούσια ασιτία. Αυτό συνεπάγεται εξάρτηση από συγκεκριμένα είδη τροφών για να νιώσουμε ευφορία και να έχουμε καλή διάθεση (ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε…). Όλη αυτή η διαδικασία είναι ένας φαύλος κύκλος κατά τον οποίο διαταράσσεται η φυσιολογική χημεία του εγκεφάλου.

Το Πεπτικό Σύστημα ως «προέκταση» του εγκεφάλου…

Νευροδιαβιβαστές βρίσκονται και στο πεπτικό σύστημα στο οποίο υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς των νευροδιαβιβαστών. Ένας αριθμός νευροδιαβιβαστών είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο της όρεξης. Ορισμένοι από αυτούς είναι:

1) Οι ενδορφίνες

2) Η νοραδρεναλίνη

3) Το νευροπεπτίδιο Υ

4) Χολεκυστοκυνίνη

5) Σεροτονίνη

6) Παράγοντας απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης

Ενδορφίνες: οι ενδορφίνες είναι ένα σύμπλεγμα από τουλάχιστον 50-ισχυρών εγκεφαλικών και σωματικών χημικών ουσιών οι οποίες αυξάνουν κι ενισχύουν την αίσθηση ικανοποίησης και ευχαρίστησης προκαλώντας παράλληλα αντοχή στον πόνο. Προάγουν την «ευδαιμονία και την ευτυχία» και αποτελούν τα φυσικά οπιοειδή του εγκεφάλου. Τα επίπεδα των ενδορφινών μπορούν να αυξηθούν διαμέσου των νευρώνων στο δέρμα στον εγκέφαλο μέσω της βαθιάς αναπνοής, κατά την διάρκεια της άσκησης και από την κατανάλωση φαγητού. Μπορούν όμως και να μειωθούν λόγω καταστάσεων στρες, γενετικούς λόγους, διαφορετικότητα φύλου κ.ά.

Μειωμένα επίπεδα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την διάθεση αλλά και την όρεξη (ξέσπασμα σε κλάμα, υπερευαισθησία, θλίψη)

Καλή πρόσληψη (ποσοτικά & διατροφικά) βιταμινών συμπλέγματος Β, μαγνησίου, βιταμίνης D, βιταμίνης C, ασβεστίου και απαραίτητων λιπαρών οξέων είναι απαραίτητη για την παραγωγή ικανοποιητικών επιπέδων ενδορφινών.

Αντιθέτως, διατροφή φτωχή σε λιπαρά ή υποθερμιδική ή υψηλή σε υδατάνθρακες εξαντλεί τα αποθέματα ενδορφινών λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των επιπέδων πρωτεϊνών και λιπαρών που είναι απαραίτητα για την παραγωγή τους.

Σεροτονίνη: νευροδιαβιβαστής παράγεται και βρίσκεται κατά 95% στον γαστρεντερικό σωλήνα, συμβάλλει στην ρύθμιση της έκκρισης του γαστρικού οξέος και άλλων πεπτικών υγρών. Ο ρόλος της στον εγκέφαλο χρήζει μεγάλης σημασίας διότι επηρεάζει ένα μεγάλο εύρος λειτουργιών εξασφαλίζοντας ότι τα σήματα των νευρώνων κινούνται με τη σωστή ταχύτητα και ένταση.

Επηρεάζει την διάθεση, τον έλεγχο του πόνου, τη σεξουαλική συμπεριφορά, τον ύπνο και το σημαντικότερο από όλα… τον έλεγχο της όρεξης μέσω του μηχανισμού κορεσμού. Η σεροτονίνη δίνει το μήνυμα στον εγκέφαλο ότι έχουμε καταναλώσει επαρκή ποσότητα φαγητού κι έτσι σταματάει η επιπλέον κατανάλωση φαγητού.

Παρασκευάζεται από το απαραίτητο αμινοξύ τρυπτοφάνη το οποίο διασπάται πρώτα σε 5 HTP και στη συνέχεια μετατρέπεται σε σεροτονίνη.

Συστατικά που συμβάλλουν στην παραγωγή της μέσα στον εγκέφαλο είναι κυρίως οι βιταμίνες συμπλέγματος Β, μαγνήσιο, βιταμίνη C, σίδηρο και χρώμιο.

Διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας στα παραπάνω συστατικά έχει ως αποτέλεσμα τα μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης με συνέπειες στον οργανισμό όπως πονοκέφαλοι, κατάθλιψη, παχυσαρκία, χρόνια κόπωση, αϋπνία, προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο, αυξημένη επιθυμία για φαγητό και κυρίως υδατάνθρακες.

Συνοπτικά λοιπόν ο εγκέφαλος επηρεάζει την διατροφή και η διατροφή τον εγκέφαλο. Η ισορροπημένη διατροφή, πλούσια σε όλα τα θρεπτικά συστατικά και σε επάρκεια ενεργειακών αναγκών όπως και τρόποι μείωσης του καθημερινού στρες (άσκηση κ.ά.), οδηγούν σε ισορροπία της χημείας του εγκεφάλου και γενικότερα στην καλύτερη λειτουργία του οργανισμού μας.